- τρηχέα
- τραχύςjaggedneut nom/voc/acc pl (epic ionic)τρηχέᾱ , τραχύςjaggedfem nom/voc/acc dual (epic ionic)τραχύςjaggedfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρηχέας — τρηχέᾱς , τραχύς jagged fem acc pl (epic ionic) τραχύς jagged masc acc pl (epic ionic) τραχύς jagged fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek